Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ

26 Μαΐου 2014  


Θέλω να μιλήσουμε. Έχεις λίγο χρόνο να με ακούσεις?
Εδώ και καιρό ήθελα να σου πω κάποια πράγματα, αλλά πάντα δείλιαζα. Δεν ήθελα να βρεθούμε αντιμέτωποι γιατί είναι αλήθεια πως δεν την μπορώ τη διαμάχη. Έχω πολλές φορές χάσει δικαιώματά μου κι έχω υποχωρήσει μπροστά σε σοβαρότατες αδικίες εις βάρος μου, μόνο και μόνο για να μην μπω σε διαμάχη. Γιατί πίστευα πως η ίδια η διαμάχη με φθείρει πολύ περισσότερο σε σύγκριση με το οποιοδήποτε όφελος προκύψει αν αγωνιστώ για τα δικαιώματά μου. Που τα δικαιούμαι. Για να είμαστε δίκαιοι.
            Κι έτσι πέρασε πολύς καιρός που δε σου έλεγα τίποτα. Από τη μια πλευρά  καταλαβαίνω πως ίσως προσπαθείς να θέσεις τις προτεραιότητές σου κι εμένα με έχεις βάλει λίγο στο περιθώριο. Ίσως άλλα πράγματα είναι πιο σημαντικά για σένα πια. Και αν αυτό σε κάνει να χαίρεσαι, τότε θα ήθελα να χαίρομαι κι εγώ μαζί σου. Κι αυτό ισχύει. Αλλά δυστυχώς ισχύει σε κάποιο βαθμό. Υπάρχει όμως κι ο υπόλοιπος βαθμός. Που δεν ισχύει. Και τελικά δεν χαίρομαι με τον τρόπο που έχεις προς το παρόν ορίσει τις προτεραιότητές σου. Κι αισθάνομαι περιθωριοποιημένος.
            Πνίγω εδώ και καιρό τα αισθήματά μου. Πνίγω τις λέξεις μου. Και μαζεύονται όλες μέσα μου. Είναι σαν έφηβες κοπελίτσες. Κι ενώ κάποιες φορές κάθονται ήσυχα για να διαβάσουν και να περάσουν στο Πανεπιστήμιο της ζωής και να πετύχουν τους καλούς & αγαθούς στόχους τους, κάποιες άλλες φορές είναι αντιδραστικές λόγω ηλικίας, τους έρχεται να τα παρατήσουν όλα, να βγουν γυμνές στο δρόμο, να πάνε κόντρα στο σύστημα και να γεμίσουν με γκράφιτι τους τοίχους στους δρόμους για να αποδείξουν ότι υπάρχουν. Αλλά μετά πάλι επανέρχονται στο σπίτι τους. Μέσα μου. Και έχουν τύψεις που συμπεριφέρθηκαν «απρεπώς» στους τοίχους του δρόμου, αλλά δεν περνάνε και καλά κλεισμένες μόνες μέσα μου. Ε, αυτές οι λέξεις λοιπόν, οι λέξεις μου, μεγάλωσαν, και πέτυχαν στις εξετάσεις τους και πέρασαν στο Πανεπιστήμιο και προσπαθούν να βγουν από μέσα μου για να πάρουν το λεωφορείο τους συντεταγμένα και να ακολουθήσουν το όνειρό τους. Κι ανεβαίνουν από το λαιμό μου για να βγουν και με πνίγουν. Μου κόβουν την ανάσα. Σε σένα μιλάω ακόμα, με ακούς?
            Ποτέ σου δεν θέλησες να καθίσεις να με ακούσεις. Με απέφευγες πάντα. Πίστευες πως αν δεν μιλάμε για κάτι τότε αυτό το κάτι μπορεί και να μην υπάρχει. Κι όμως υπάρχει. Και είναι εδώ. Και μας έφερε αντιμέτωπους. Κουράστηκα. Κουράστηκα να προσπαθώ. Κουράστηκα να προσπαθώ να σε πείσω. Κουράστηκα να προσπαθώ να σε πείσω πως υπάρχω κι εγώ. Και κυρίως κουράστηκα, επειδή προσπαθώ να σε πείσω, χωρίς ποτέ να στο εκφράσω. Χωρίς ποτέ να στο πω με λόγια, ώστε να συνειδητοποιήσεις πως δεν υπάρχουν μόνο τα πράγματα για τα οποία μιλάμε. Υπάρχουν και τα πράγματα για τα οποία δεν μιλάμε. Μάλλον υπάρχουν κυρίως αυτά.
            Είσαι κτητικός. Είσαι πολύ κτητικός. Αλλά δεν είσαι κτητικός με τα πράγματα τόσο, όσο είσαι με τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου. Σου ανήκουν και δεν τα μοιράζεσαι. Δεν τα διαπραγματεύεσαι. Όμως, έχω κι εγώ σκέψεις και συναισθήματα. Κι εγώ δεν θα ήθελα να τα διαπραγματεύομαι, αλλά αν τολμήσω να εκφράσω το παραμικρό, με πνίγεις στις τύψεις. Κι έτσι αναγκαστικά τα διαπραγματεύομαι. Αλλά όχι μαζί σου, απευθείας. Μέσα μου. Αυτολογοκρίνομαι. Για τις σκέψεις μου. Για το πώς νοιώθω. Αλλά δεν είναι δυνατόν να απολογείσαι για το πώς νοιώθεις. Δεν είναι μία «άποψη», μία «επιλογή», έτσι νοιώθεις. Πάει και τελείωσε Έτσι είναι. Και πρέπει να δούμε πώς θα το αντιμετωπίσουμε. Αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Γιατί μόνο μαζί μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε.
Χωρίς εσένα δεν θα ήμουν ο ίδιος. Χωρίς εσένα δεν θα μπορούσα να φανταστώ τι τροπή θα είχε πάρει η ζωή μου. Ο σκοπός μου, η αρχή και το τέλος μου είσαι εσύ. Σε θέλω εδώ δίπλα μου, αλλά με λίγο τροποποιημένους όρους. Μεγάλωσα κι εγώ. Όπως κι εσύ.
Δεν ήθελα να σε ταλαιπωρήσω ακόμα μια φορά με ανούσιες συζητήσεις. Αλλά υπήρξε ένας οιωνός. Είχα ανήσυχη νύχτα. Κι είδα χτες το βράδυ στον ύπνο μου τη Συνείδηση. Όμορφη κοπέλα, γλυκιά αλλά λίγο απεριποίητη. Αφημένη στην τύχη της. Πέρασε πολλά κι αυτή. Μεγαλοδείχνει. Όμως μέσα της κρύβει μία όρεξη για ζωή. Ήρθε στον ύπνο μου ντυμένη ανοιξιάτικα, μου χαμογελούσε, αλλά δεν ήθελα πολλά πάρε δώσε μαζί της. Φοβόμουν πως δεν θα μου βγούνε σε καλό. Ήρθε ξυπόλυτη, ήσυχα, δίπλα από το προσκεφάλι μου. Έσκυψε να μου ψιθυρίσει κάτι στο αυτί. Έτσι νόμιζα. Δεν μου ψιθύρισε όμως. Μου το χάιδεψε με τη μύτη της, γιατί είχε «μυριστεί» όσα ήθελα να «ακούσω». Ξαφνιάστηκα. Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος της. Και με φίλησε στο στόμα. Αυτή πρώτη. Και ενέδωσα. Ίσως ήταν η ώρα μου να αφεθώ να ενδώσω. Και νομίζω πως το βράδυ είχα ένα αίσθημα πως μπορεί και να σε απάτησα. Με τη Συνείδηση. Τη δική μου Συνείδηση που δεν θέλω να μου την πάρεις πίσω πια, ούτε εσύ ούτε κανείς. Είχα τύψεις που τη φίλησα. Γύρισα πλευρό. Και τότε για πρώτη της φορά μου μίλησε…
     Θέλω να μιλήσουμε. Έχεις λίγο χρόνο να με ακούσεις?


Αντί επιλόγου:
Οι παραπάνω σκέψεις αφιερώνονται σε όλους όσους κάποτε φίλησαν τρυφερά στο στόμα τη Συνείδηση και έτσι άνοιξε το στόμα και βγήκαν από μέσα οι φυλακισμένες στην θερμοκοιτίδα τους λέξεις. Όπως οι δικές μου. Λέξεις από σύζυγο σε σύζυγο, από ερωτευμένο στο αντικείμενο του έρωτα, από μπαμπά σε γιο, από τον εαυτό μου (ως νέο εργένη άντρα) στον εαυτό μου (ως μπαμπά). 

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Συννεφιές…

21 Μαΐου 2014


 Πιστός στο ραντεβού μου με την Ακεφιά, ήρθα πάλι τρεις μέρες νωρίτερα, πριν την καθορισμένη μας ώρα και την περίμενα στη γνωστή μας γωνία.. Κρατούσα κι ένα τσαμπί σταφύλι για να με αναγνωρίσει, γιατί πέρασε καιρός.. Και ήρθε κι αυτή νωρίτερα, γιατί είναι Αγγλίδα στα ραντεβού της. Και στο φλεγματικό της χιούμορ. Και στην κρυάδα και την ξινίλα της. Και στον ενθουσιασμό που εκδηλώνει για να καλύψει την απαρέσκειά της.
            Κι έλεγα για την Ακεφιά. Που μου ήρθε αυτή τη φορά χτενισμένη του κομμωτηρίου, μιζανπλί παλαιομοδίτικο και ταγεράκι γκρι. Το γκρι της συννεφιασμένης Κυριακής. Και ασορτί τσαντικό λουστρίνι με λουράκι αλυσίδα. Αλλά δεν το φορούσε στον ώμο, το κρατούσε στο χέρι, για αυτοάμυνα… Και τακουνάκι. Όχι πολύ ψηλό. Τόσο όσο. Για να κρύψει τα γεράματά της. Όλα πολυκαιρισμένα. Τα ίδια τα παλιά. Αυτά που φορούσε και τότε… που πρωτογνωριστήκαμε.
            Στην  αρχή έκανα πως δεν την είδα, αν και ήξερε πως την περίμενα από μέρες, και ήξερα πως θα έρθει νωρίτερα… Αλλά την έβλεπα που ερχόταν κι έκανε πως δεν με έβλεπε, και έκανα πως δεν την είδα. Ντράπηκα κιόλας που ήρθε πάλι σαν τη Βασίλισσα Ελισάβετ με ύφος και τουπέ και το μαλλί καούκα. Και μου έκλεισε το μάτι. Γιατί ήξερε πως εγώ δεν το έχω εύκολο το «όχι». Μου στοιχίζει. Κι ας μου αποδεικνύει συνέχεια η ζωή, πως πολλά «ναι» τα πλήρωσα ακριβότερα.
            Η Ακεφιά μου πρωτοσυστήθηκε πριν πολλά χρόνια. Ήμουν πολύ μικρός, άβγαλτος, μου είχε φανεί μία σπουδαγμένη και σοφή κυρία που ίσως μπορούσα να μάθω πολλά κοντά της. Και την ακολούθησα για έναν καφέ στα γρήγορα. Ήτανε πάντα μεγάλη σε ηλικία, από τότε που γεννήθηκε, εντάξει θα μου πείτε, δεν την ήθελα για γκόμενα, να πάρω λίγη από τη σοφία της ήθελα… Ήταν όμως σαγηνευτική. Θυμάμαι είχε ανοίξει το λουστρίνι το τσαντάκι της κι έβγαζε από μέσα ένα σωρό καλούδια, μικρά χρυσά κομματάκια αυτοσυγκέντρωσης, κρυστάλλινα θρύψαλα μοναχικότητας, ιριδίζοντα πετράδια σοβαρότητας κι επαφής με τον βαθύτερο εαυτό. Κι ενώ είμαι εκπαιδευμένος να μην ψαρώνω με την πρώτη με αυτά που γυαλίζουν, εντούτοις, εκείνη την πρώτη φορά έβρισκα κάτι το σαγηνευτικό σε αυτό το τελετουργικό και σαν μαγεμένος και μυημένος από καιρό την ακολούθησα στα σκοτεινά κι ανήλιαγα σοκάκια που όλο και με παρέσερνε. Δεν έβαζα με το μυαλό μου το κακό. Ποτέ δεν το έβαζα. Καλοπροαίρετος εκ πεποιθήσεως μέχρι να μου σκάσουν στα μούτρα το «μα πόσο μαλάκας είσαι!». Η πρώτη μου φορά με την Ακεφιά είχε κάτι το μαγευτικό, το μυσταγωγικό, ένα τελετουργικό μύησης που με έκανε να αισθάνομαι ότι μπορεί τελικά και να ανήκω για λίγο στον εαυτό μου…
            Μέχρι που άρχισε να μου ξεφουρνίζει τις απαιτήσεις της. Δεν ήθελε να διατηρώ πολλές επαφές με τους φίλους μου. Με παρασέρνουν έλεγε. Όταν έβλεπε πως μου συνέβαινε κάτι χαρούμενο και πήγαινα να ενθουσιαστώ, μου τραβούσε το αυτί και μου έβαζε στην τσέπη μου μαύρες πέτρες ηφαιστειακής λάβας που έκαιγαν ακόμα από ενοχές… Κάθε φορά περισσότερες. Και οι πέτρες αυτές βάραιναν το σακάκι μου και μετά βίας μπορούσα να περπατήσω… Πόσο μάλλον να φύγω…
            Προσπάθησα να την εγκαταλείψω. Πολλές φορές. Άρχισε τα κλάματα για να με κάνει να τη συμπονέσω. Μου υποσχέθηκε πως θα έρχεται μόνο να με παρηγορεί όταν δεν είμαι καλά. Μου είπε πως της αρκεί μόνο να με βλέπει πού και πού. Όχι συχνά. Μου έταξε πως θα μου γνωρίσει τον καλύτερο δυνατό εαυτό μου, και μου ανέλυσε επιγραμματικά όλους τους λόγους για τους οποίους πίστευε πως εθελοτυφλώ. Πως πάντα την ήθελα μαζί μου. Πως γεννηθήκαμε για να περάσουμε αγκαζέ όλη μας τη ζωή. Για πάντα. Δεν ήξερε όμως πως εμένα τα «για πάντα» που επιβάλλονται από εξωτερικούς παράγοντες με πνίγουν. Με δυσκολεύουν στην αναπνοή. Τότε συνειδητοποίησα πως φορούσα ακόμα το πουκάμισο που μου είχε κάνει δώρο πριν από χρόνια για τα γενέθλιά μου. Ήταν το πουκάμισο για να ντύνω τις έντονες στιγμές μου.  Ήταν μάρκα Panic Crisis, και χαριτολογώντας το έλεγε «πανικάμισο». Πνιγόμουν πάντα με αυτό. Ήταν στενό στο κολάρο.
Όταν έλειπε η Ακεφιά, όταν είχε δουλειές ή έβαζε πλυντήρια ή έκανε περιπάτους στη παραλία, μπορούσα και το χαλάρωνα, ξεκούμπωνα το κολάρο και δραπέτευα, κάποιες φορές για εβδομάδες ή για μήνες σερί… Μια φορά την εγκατέλειψα για χρόνια. Πήρα μαζί τη βαλίτσα μου, με όλα τα δικά μου πράγματα και κάποια δικά της όμως, κάποια που θα ήθελα να θυμάμαι, και το έσκασα. Και δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Όμως, εκείνη δεν με παράτησε. Έμενε πάντα στο σπίτι μου. Ήξερε να είναι διακριτική όταν πρέπει, όταν έκρινε συμφερότερο γι’ αυτή. Και το πουκάμισο που μου είχε πάρει δώρο το βρήκε τσαλακωμένο, ιδρωμένο κι άπλυτο, όπως το πέταξα άρον άρον πριν τη φυγή μου, και το πήρε και το έπλυνε με άρωμα ορχιδέα και βανίλια, και έραψε και το μονόγραμμά μου με καλλιγραφικά γράμματα και περίμενε… Εκείνη ήξερε… Ήξερε πως ίσως θα επιστρέψω…
Έζησα πολύ καιρό μακριά της. Ήταν δύσκολα, είναι δύσκολο να αφήνεις μία σταθερή σχέση, ακόμα κι αν το μόνο που σας κρατάει μαζί είναι η συνήθεια, ακόμα κι αν αυτή η σχέση είναι εντελώς τοξική και καταστροφική. Έχεις μάθει πια μόνο έτσι να ζεις. Όμως το πάλεψα. Το πάλεψα πολύ.
Και ανοίχτηκα στο πέλαγος με τη σχεδία μου, και δεν φοβήθηκα, μόνο να φύγω… να φύγω ήθελα… Και πήρα και τον γιο μου αγκαλιά κι όσο θεωρούσα πως κι εκείνος το αντιμετωπίζει σαν ταλαιπωρία όλο αυτό που βιώνουμε, τόσο πιο δυνατός γινόμουνα και τόσο πιο γρήγορά έκανα κουπί, και δεν κοίταξα ποτέ πίσω, κι ανοίχτηκα στο πέλαγος…
Ταξίδεψα μερόνυχτα χωρίς σταματημό. Χωρίς να συναντήσω νησί και καταφύγιο. Τα εφόδια που είχα πάρει για το ταξίδι, πολλά τσαμπιά σταφύλια για να συμβολίσουν την ευδαιμονία,  είχαν τελειώσει προ πολλού. Συνέχισα όμως. Χωρίς εφόδια. Εφεύρισκα καινούρια, δικά μου, και τα παρουσίαζα στον γιο μου πάντα σα να ήτανε γιορτή. Και η σχεδία μας άντεξε σε φουρτούνες, σε κρύο κι αγιάζι, σε καυτό ήλιο και σε θαλασσινή αλμύρα… Νησί όμως δεν φάνηκε στον ορίζοντα. Και κάθε νύχτα πια, έχανα τον προσανατολισμό μου, είχα εξαντληθεί…  
Όταν λοιπόν εμφανίστηκε εκείνη, η παλιά γνώριμη, η Ακεφιά, με ένα χαμόγελο και μια αγκαλιά να με κρύψει ξανά από τον κόσμο, να μου ρίξει μία σκάλα για να ανέβω στο ελικόπτερό της, δεν άντεξα, λύγισα…
Είμαι εδώ και λίγες μέρες, εβδομάδες ίσως, στη στεριά, μαζί της… Σε εκείνο το παλιό σπίτι… Κάναμε όμως μία συμφωνία που τη δέχτηκε, αν και με πολλές επιφυλάξεις. Δεν μένουμε πια μαζί. Δεν συγκατοικούμε. Της έχω πάρει ένα κινητό τηλέφωνο κι επικοινωνούμε όποτε η μοίρα το ορίσει… Πού και πού, κανονίζουμε κάποια ραντεβού.
Σήμερα, για ακόμα μία φορά, ήρθα τρεις μέρες νωρίτερα, πριν την προκαθορισμένη ώρα…

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Θα ‘ναι σα να μπαίνει η Άνοιξη…

19 Μαΐου 2014  


 Ο αέρας της άνοιξης φέρνει αρώματα ανάμνησης. Ο Μάιος είναι ευλογημένος μήνας. Κάπου κάποτε είχα διαβάσει πως ο μήνας που γεννιέσαι σε σημαδεύει μια ζωή, γίνεται ασυναίσθητα ο αγαπημένος σου μήνας, είναι η εποχή σου, το σημείο εκείνο στο χρόνο που επέλεξες να σκάσεις μύτη. Ίσως γίνεται ο αγαπημένος σου μήνας γιατί οι πρώτες ανθρώπινες μυρωδιές που έφτασαν στα ρουθούνια σου στάλθηκαν με τις αχτίδες του μαγιάτικου ήλιου κατευθείαν μέσα από το τζάμι της κλινικής.. εκείνο το μακρινό 1977, τότε που στην Ευρώπη υπήρχαν το πολύ 20 χώρες, 20 νομίσματα, 20 κυβερνήσεις και οι εκλογές που σε αφορούσαν ήταν μόνο στη χώρα σου… τότε που κυβερνούσε ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου λάμβανε για πρώτη φορά μέρος στις εκλογές με το νεοσύστατο κόμμα του. Τότε οι μαμάδες φορούσαν Tosca, οι μπαμπάδες ξυρίζονταν με καραβάκι, οι γιαγιάδες φορούσαν λεμόνι στυμμένο και οι παππούδες ξυρίζονταν με Μυρτώ με άρωμα λεβάντα. Στη Eurovision, το «μάθημα σολφέζ» κατακτάει την 5η θέση για πρώτη φορά στα χρονικά του θεσμού για την Ελλάδα. Έπρεπε από τότε να το είχα καταλάβει, πως οι πιο σημαντικοί Μάηδες της ζωής μου θα ερχόταν σε περιόδους που η eurovision με προειδοποιούσε εναλλακτικά με τους στίχους που στέλναμε.. Μάθημα σολφέζ λοιπόν για μένα, μία μουσική καρδιά γεννιέται και παίρνει ρυθμό…
            Και πέρασαν πολλοί Μάηδες, η άνοιξη πήρε το σκοινάκι της και πηδούσε γύρω από τη γη για να σε προφτάσει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γιατί ήξερε πως μόνο εκείνη αγαπούσες, μόνο με εκείνη ονειρευόσουν, μόνο με εκείνη ερωτευόσουν.. και σκόνταψε η άνοιξη σε έναν Μάιο πριν από πολλά χρόνια στα 24 σου χρόνια… τότε που οι Αντίκ πήραν την 3η θέση στη Eurovision με το «I would die for you»… Τι να πεις για τους Αντίκ, που μου το έλεγαν ξεκάθαρα το τι επρόκειτο να μου συμβεί…Τότε οι μορφονιοί φορούσαν egoiste platinum και οι μορφονιές δεν θυμάμαι… ή δεν θέλω να θυμάμαι, αλλά ωραίο ήταν…  και τότε ήταν η πιο δυνατή άνοιξη από όλες μέχρι εκείνη τη στιγμή, και οι ακτίνες του ήλιου σημάδευαν απευθείας την καρδιά σου με εκείνο το βέλος από το ζουμπουρλούδικο ξεβράκωτο αγγελάκι που γυρόφερνε γύρω από τα κεφάλια σας, και στο τέλος σας ζάλισε και τους δυο και αποκαμωμένοι αφεθήκατε να σας πάρει το ποτάμι του χειμώνα.. και μετά ερχόντουσαν μόνο χειμώνες.. πολλοί χειμώνες…
            Και ξαφνικά, ξαναεμφανίστηκε η άνοιξη κάποια χρόνια αργότερα, κοντά στα 30 σου χρόνια πια, και λίγο φώτισε το σκηνικό. Αν και ο Σαρμπέλ που βγήκε έβδομος στη Eurovision, σου έκλεινε το μάτι προειδοποιώντας σε πως μάλλον σύντομα θα πεις «yassou Maria», κι αυτή η άνοιξη θα μείνει στο προσωπικό σου χρονολόγιο ως «σημαντική στιγμή», και θα εμφανίζεται στο updated personal profile κάθε φορά που θα βγαίνει το επετειακό βιντεάκι της 5ετίας (πάει αυτό), 10ετίας, 20ετίας κτλ..
Η άνοιξη του 2011, ο Μάιος του 2011, ξαναέφερε εκείνα τα ίδια παλιά vintage αρώματα.. Ένα δειλινό πριν από τη μέρα σου, μία ακόμα ψυχούλα, βγαλμένη από εσώτερα βάθη της δικής σου ψυχής, μύριζε τις πρώτες μυρωδιές του Μαγιού που ήταν σταλμένες από εκείνες τις ίδιες αχτίδες του ήλιου, όπως τότε… Όλα όπως τότε… Εκτός από το γεγονός ότι στο πρόσφατο 2011, στην ανοιξιάτικη Ευρώπη υπάρχουν περίπου 50 χώρες, πολλές εκ των οποίων έχουν το ίδιο νόμισμα, την ίδια ουσιαστικά κυβέρνηση και οι εκλογές πια αφορούν πολίτες της Ευρώπης… το 2011 που κυβερνούσε ο Παπανδρέου, που ανέλαβε από τον Καραμανλή κι έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός… Ο Λούκας Γιώρκας ήρθε έβδομος στη Eurovision με το «watch my dance» Και πήρες δώρο στην άνοιξη ένα τουμπερλέκι, και της έμαθες να παίζει και να χορεύει για να μπούμε όλοι μαζί σε ένα ρυθμό γιατί υπάρχει κι ένας μπόμπιρας που περιμένει να γεννηθεί από εμάς, και πρέπει να παίζει πιο γρήγορα το τουμπερλέκι για να σε φέρει πιο κοντά στην πιο σημαντική άνοιξη όλων των εποχών… Και το όνομα αυτού του τραγουδιστή μόνο τυχαίο δεν ήταν… μόλις αποφασίσαμε το όνομα του μικρού, στην αρχή της εγκυμοσύνης, έγινε πρωθυπουργός ο Λουκάς Παπαδήμος και σε λίγο διάστημα ορίστηκε ο Λούκας Γιώρκας εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Eurovision.. ενώ ο δικός μας Lucas περίμενε τη σειρά του για να κάνει το show του… το 2011 οι μαμάδες φορούσαν Hypnotique (τα έξυπνα «πουλιά» από τη «μύτη» πιάνονται), οι γιαγιάδες φορούσαν χύμα κολόνια λόγω κρίσης που θύμιζε Tosca (και η κολόνια και η κρίση), οι παππούδες ξυρίζονταν με καραβάκι, και οι μπαμπάδες φορούσαν Dior Homme Intense και σπάνια ξυρίζονταν. Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, οι ειδήσεις στην τηλεόραση μιλούσαν για τα ίδια πολιτικά ονόματα και η ίδια οικογένεια σε μία κλινική την ίδια μέρα λαμβάνει φασκιωμένο δωράκι… ένα αγοράκι, ίδιο βάρος, ίδιο ζώδιο, ίδιος ωροσκόπος, ίδιο μεγάλο κούτελο και ίδιο πηγούνι με την προηγούμενη φουρνιά, αυτή που έφερε τον μπαμπά του… κι επειδή είναι αγοράκι φανταστήκατε πως και κάτι άλλο είναι ίδιο ολόιδιο με του μπαμπά του… εδώ πέφτετε έξω.. οι νέες γενιές αποδεικνύονται πιο .. εξελιγμένες…
            Αναπόφευκτα λοιπόν, κάθε Μάιος είναι συναισθηματικά φορτισμένος. Και είναι ο μήνας μου. Ο μήνας μας. Ο μήνας που φυλάμε στον κόρφο μας, σαν άσσο στο μανίκι μας, για να τον χρησιμοποιήσουμε κάθε φορά που είναι χειμώνας στην πολιτική ζωή, χειμώνας στις καρδιές των ανθρώπων, χειμώνας στη χώρα, χειμώνας στην ώρα, χειμώνας στο τώρα, ακόμα και καταμεσίς της Άνοιξης.. 

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Δημοτικές Εκλογές 2014, 1η Κυριακή των εγκεφαλικών

18 Μαίου 2014


Κύριε Μπούκουρα, κλαίω όλο το απόγευμα... Με ρωτάει ο γιος μου, γιατί μπαμπά υπόδικοι και προφυλακισθέντες και ναζιστές έχουν τέτοια ποσοστά, γιατί μπαμπά δεν με αφήσανε κι εμένα να ψηφίσω που παίζουμε πολύ ωραία με όλα τα παιδάκια από όποια χώρα και ό,τι χρώμα να έχουν, γιατί μπαμπά αυτοί οι μαυροντυμένοι κακοί κύριοι που με φοβίζουν είναι ακόμα "ζωντανοί στη σκηνή" και λαμβάνουν χειροκρότημα....? Κύριε Μπούκουρα, βοηθήστε με.. κλαίω όλο το απόγευμα... Δεν ξέρω τί να απαντήσω στο παιδί μου για τους μονοκύτταρους οργανισμούς σας και τα πρωτόζωα που μας φορέσατε σαν φέσι. Ντρέπομαι κύριε Μπούκουρα. Για το υπόλοιπο 90% του πληθυσμού αυτής της χώρας που σιχαίνεται να συγκατοικεί μαζί σας, πόσες άλλες χώρες θα ανοίξουν την αγκαλιά τους να  μας δεχτούν? Τί να πώ στο γιο μου κύριε Μπούκουρα που άνθρωποι καταδικασμένοι για ίδρυση εγκληματικής οργάνωσης και με χειροπέδες στα χέρια και με εγκέφαλο τσιπούρας στην καλύτερη των περιπτώσεων, υπάρχουν ακόμα στο προσκήνιο, χώνοντας τη μύτη τους από ένα βρωμερό παρασκήνιο? Τί να του πω κύριε Μπούκουρα για τον μπαμπά του, και τους θείους του, και τους παππούδες του που δουλεύουν για να ζήσουν τις οικογένειές τους και το κράτος τους παρακρατά φόρο για να πληρώνει μισθούς κατηγορουμένων για ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονιών?  Κλαίω κύριε Μπούκουρα, κλαίω όλο το απόγευμα, και δεν ήρθε κανένας βουλευτής σαλιάρης να με παρηγορήσει.. Ντρέπομαι κύριε Μπούκουρα, ντρέπομαι πάνω μου...

Σάββατο 17 Μαΐου 2014

Γονιός – παιδί κι αντίστροφα

17 Μαΐου 2014  


 Συνηθίζουμε να λέμε πως για ό,τι είμαστε σήμερα, ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν οι γονείς μας. Ούτε συμφωνώ ούτε διαφωνώ απόλυτα. Σίγουρα είναι ΚΑΙ έτσι, αλλά σίγουρα δεν είναι ΜΟΝΟ έτσι…
            Ίσως από την ενηλικίωσή μας και μετά, για να το τοποθετήσω χονδρικά και κάπου χρονικά, αναλαμβάνουμε πια να χτίσουμε τον εαυτό μας και σύμφωνα με τις δικές μας επιλογές, ακόμα κι αν αυτές έρχονται σε σύγκρουση με αυτά που οι γονείς μας θα ήθελαν για μας. Και πολύ καλά κάνουμε, γιατί ζούμε τη δική μας ζωή και όχι τη δική τους.
            Και αυτή η περίοδος όμως, έχει ένα σχετικό τέλος. Και η χρονική αυτή στιγμή που τελειώνουν οι ελεύθερες επιλογές για τον εαυτό μας, συμπίπτει κατά τη γνώμη μου χρονικά με τη στιγμή που δίνεις το 20ευρω στη νοσοκόμα που βγαίνει από την αίθουσα τοκετού και σου ανακοινώνει με ένα χαμόγελο κολλημένο στα αυτιά και δύο μάτια κολλημένα στην τσέπη σου, πως έχεις ένα υγιέστατο παιδάκι…
            Αυτό το μικροσκοπικό πλάσμα που διεκδικεί χώρο στο σπίτι που μέχρι τότε είχες υπολογίσει μόνο για έναν, άντε με το ζόρι για δύο, και αδειάζεις εξαιτίας του τις μισές ντουλάπες για να μπει η προίκα μωρού, και παίρνεις καινούριο αυτοκίνητο για να χωράει το καροτσάκι με τα διπλά αμορτισέρ και τις ζάντες αλουμινίου και είναι και Injection (το καροτσάκι, όχι το καινούριο αυτοκίνητο) και έχει και esp και abs και θέλει συνέχεια ATM για να τα φέρεις βόλτα, αυτό το πλασματάκι λοιπόν, μάντεψε…. ε, λάθος μάντεψες… δεν είναι τόσο αθώο όσο νομίζεις… ήρθε για να σου «στρώσει» χαρακτήρα, ήρθε για να ψιθυρίσει μεν, εκκωφαντικά δε, πως «φίλε, δεν έχεις δει τίποτα ακόμα»…
            Με αυτόν τον τρόπο, οι δύο άνθρωποι που έγιναν γονείς, στην ουσία οι ίδιοι τους ξαναγεννιούνται. Κατά κάποιον τρόπο, πρέπει να τα μάθουν όλα απ’ την αρχή, να τα δουν με άλλο μάτι, να προσαρμοστούν σε μία καθημερινότητα που άνοιξε αυλαία αμέσως μόλις ακούστηκε το πρώτο «ουάαααα» και οι παραστάσεις που έπαιζε το ζευγάρι μέχρι και την προηγούμενη μέρα κατέβηκαν άρον άρον και ξεκίνησαν περιοδεία, να κάνουν το support group στο Circo Medrano.
            Κι επειδή συχνά πρέπει να απαντάω στην ερώτηση «μα, καλά, αλλάζουν τόσο πολύ οι άνθρωποι?», ήθελα απλά να σας μεταφέρω πως κατά τη γνώμη μου, ειδικά με τον ερχομό ενός παιδιού, οι άνθρωποι που προϋπήρχαν της γέννας, όχι απλά αλλάζουν, σχεδόν τους ρουφάει η δίνη της συγκυρίας και τους ξερνάει πάλι πίσω εντελώς μα εντελώς καινούριους.
            Η «μωρουδίλα» που αναδύεται από το δερματάκι του μωρού, στην πραγματικότητα θα έπρεπε να αναδύεται κι από την επιδερμίδα των γονιών, κι αφού αυτό δεν είναι εφικτό, θα έπρεπε να θεσπιστεί νόμος οι νέοι γονείς να φοράμε ένα τεράστιο Ν μπροστά στο στήθος μας, να μας βλέπουν από μακριά, να μας ξεχωρίζουν, να κάνουν το σταυρό τους οι περαστικοί και να φτύνουν τον κόρφο τους και να τραβάνε το γιακά τους. Έτσι δεν έπαθα εγώ τις προάλλες που έβλεπα μία τρελή κι αλλοπαρμένη να αφήνει ένα καροτσάκι με ένα μωρό να τσουλάει στην κατηφόρα και μετά δεν προλάβαινε να το πιάσει και το κυνηγούσε? Μου ήρθε να πάω και να της πω: Γιατί δεν έχεις κυρά μου Ν? Ίσως θα έπρεπε να τηλεφωνούν και στις Πύλες του Ανεξήγητου του Χαρδαβέλλα, αλλά νομίζω πως δεν υπάρχει η εκπομπή πια, και πολύ θα εξυπηρετηθεί το φιλοθεάμον κοινό των παιδότοπων αν ξαναρχίσει η εκπομπή. Και πάει ο κόσμος και κάνει ύπνωση να μάθει τι ήταν στην προηγούμενη ζωή του. Πανευκολάκι. Εμένα θα ρωτήσεις. Εγώ για παράδειγμα στην προηγούμενη ζωή μου ήμουν νέος ελεύθερος εργαζόμενος στην Αθήνα στις παρυφές της κρίσης. Στην παρούσα ζωή μου, γεννήθηκα το 2011 σε ηλικία 34 ετών.
            Το μωράκι φυσικά δεν φταίει ποτέ και καθόλου, που οι δύο γονείς του ξαναγεννήθηκαν μαζί του, και τα μάτια τους άλλαξαν τρόπο να κοιτάνε. Κάποιοι αλληθωρίζουν, κάποιοι δεν βλέπουν πια κοντά, άλλοι δεν βλέπουν μακριά.. και η πρεσβυωπία και η μυωπία ίσως δεν είναι τυχαίες.. ίσως κάτι θέλουν να μας πουν…
            Οι ξαναγεννημένοι γονείς, συνειδητοποιούν ότι γεννήθηκαν μαζί, την ίδια μέρα και μάλιστα παντρεμένοι… Και μπορεί με τον καιρό, ίσως και πολύ σύντομα, να αναρωτηθούν «μα τι σχέση μπορεί να έχω εγώ με το στεφάνι μου»?
            Και μπορεί τα κορνιζαρισμένα στέφανα πάνω από την κρεβατοκάμαρα να μοιάζουν περισσότερο με χειροπέδες πλουμιστές πια… Γιατί οι άνθρωποι είναι άλλοι.
            Τελικά λοιπόν, εμείς οι γονείς, αυτό που είμαστε σήμερα, καλό ή κακό, ξινό ή γλυκό, ευθυνομάχοι ή ευθυνολάτρες, το οφείλουμε στα παιδιά μας, αυτά μας έκαναν αυτό που είμαστε σήμερα και αυτό είναι φανταστρουμφικό γιατί τα ίδια δεν έχουν ιδέα, απλά επέλεξαν να έρθουν στη ζωή μας να μας αναγεννήσουν.
            Και σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να ευχαριστήσω πολύ τον γιο μου, για την ουσιαστική συνεισφορά του για να γίνω εγώ αυτό που είμαι σήμερα. Το μόνο που φοβάμαι είναι να μην διαψεύσω τις προσδοκίες του για εμένα, αλλά αυτός ο φόβος είναι που με έκανε να πατάω όσο πιο γερά μπορώ στα πόδια μου. Και αυτά τα πόδια που μου χάρισε, θα είναι τα ίδια που θα μπορεί πάντα να χρησιμοποιήσει για να ξαποστάσει σε περίπτωση που τα δικά του δύο πόδια δεν είναι αρκετά για να αντέξουν όσα η ζωή έχει σκοπό να του προσφέρει… 

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Τα ήσυχα βράδια

16 Μαΐου 2014 


 Δεν ήμουν ποτέ άνθρωπος της νύχτας. Δεν ήμουν από τους νέους που η διασκέδασή τους θα συνδεόταν πάντα με ατέρμονες νυχτερινές περιπλανήσεις. Αντίθετα, ήμουν πάντα αυτό που λέμε «πρωινός τύπος». Ξυπνούσα πάντα νωρίς, χωρίς ξυπνητήρι, ήθελα να έχω άφθονο χρόνο για να ετοιμαστώ πριν το σχολείο ή το Πανεπιστήμιο ή τη δουλειά αργότερα… Περνούσα πάντα πιο όμορφα σε καφέ με φίλους ή στο σπίτι με φίλους κι επιτραπέζια παιχνίδια ή σε συγκεντρώσεις εορτών που τις οργάνωνα πάντα «παιχνιδιάρικες». Κι όταν νύχτωνε, κι όλοι έφευγαν, στενοχωριόμουν… Περίμενα πάντα με μεγαλύτερη χαρά μία «ημερήσια εκδρομή» από μία Thessaloniki by night εξόρμηση.
Κι όπως ο ερχομός ενός παιδιού σου αλλάζει τη ζωή, σου αλλάζει και το βλέμμα απέναντι στα πράγματα κι ίσως αλλάζει ακόμα και τα ίδια τα πράγματα…
Ένας πρωινός καφές με φίλους και με τον μικρό είναι ταλαιπωρία για όλους. Και για τους φίλους, και για τον μικρό. Για τον μπαμπά είναι διπλή ταλαιπωρία, γιατί λυπάται και τους φίλους και τον μικρό. Τον εαυτό του δεν τον λυπάται ποτέ, δεν έμαθε να τον λυπάται.
Μία επίσκεψη φίλων στο σπίτι για επιτραπέζια παιχνίδια, απλά είναι πρόταση τραγική ειρωνείας από μόνη της, με ένα τρίχρονο που θα κάνει πιπίλα το ξενοδοχείο που αγόρασες με τον ιδρώτα σου στο Παρίσι για να παίρνεις ενοίκιο από τα φιλαράκια κανα 200ευρω μόλις πέφτει το πιόνι τους εκεί, και ο μικρός θα πάρει και αυτό και όλα τα άλλα 200ευρα του τραπεζιού και θα τα πάει στον αρκούδο του να τον παρακαλέσει να κλείσουν εισιτήριο για τον Καραγκιόζη, κι εσύ θα πας «απευθείας στη φυλακή» γιατί δεν σου έχει μείνει ούτε δεκάρα τσακιστή να εξαγοράσεις την κάρτα από τον φίλο σου που έχει χτίσει το Hilton με μεζονέτες στην Καζαμπλάνκα και κάθε φορά που πέφτεις εκεί πουλάς κι από μία πόλη σου. Και κάνεις εσύ τον Καραγκιόζη. Στο τραπέζι οι συμπαίκτες σε φωνάζουν Στουρνάρα για το ξεπούλημα… κι ο γιος σου ακούει και σε φωνάζει στουρνάρι και γελάει.. και μασάει και το ζάρι…
Αν έχουν και οι φίλοι παιδιά, κι έρχονται όλοι μαζί στο σπίτι για να περάσετε ένα όμορφο απόγευμα, τότε υπάρχει η λύση του διαχωρισμού του σπιτιού σε μέρη για παιδιά και μέρη για ενήλικες. Και όπως όλοι ξέρουμε, ακόμα και δικηγόρο να φωνάξεις, ακόμα και να τους γράψεις το μισό σπίτι, ακόμα και εξώδικο να τους κάνεις, ακόμα και παπά να τα διαβάσει, ακόμα και να κρύψεις τα γλυκά, ακόμα και η γειτόνισσα να έρθει να παραπονεθεί για τη φασαρία με τη ρόμπα τη φλοράλ που έχει πάνω μικρά μπουμπουκάκια λουλουδάκια αλλά πάνω της δείχνουν σαν ανοιχτά ηλιοτρόπια καταμεσίς του Ιουλίου και τα μπικουτί στο κεφάλι και αξύριστη σε μούσι και μουστάκι τιμής ένεκεν στην Ευρωπαία την Κοντσίτα (ε, από αυτή τη γειτόνισσα, δεν έχω πιο απειλητικό, εδώ τελειώνω…), ακόμα και τότε, τα μικρά παιδιά δεν θα περιοριστούν στο χώρο τους… «μπαμπάαααα, η Ηλιάνα με τσιμπάει, ο Φιλοκτήμων με τραβάει, ο Μάξιμος με ζουλάει, η Ένια με κοροϊδεύει, η Κορίνα μου παίρνει τον Mc Queen, η Θεανώ μού φοράει τα κοκαλάκια της, η Ρεβέκκα με παίρνει αγκαλιά, ο Gabriel μου παίρνει το χελωνονιντζάκι και η Άρτεμη μου τραβάει το πάμπερ», (οποιαδήποτε ομοιότητα των παιδικών ονομάτων με την πραγματικότητα, μόνο τυχαία δεν είναι, ναι τέτοιοι είναι οι φίλοι μου, τέτοια ονόματα έδωσαν στα παιδιά τους, εγώ θα το σχολιάσω?, που ήθελα να βγάλω το δικό μου Ερωτόκριτο και έπεσαν να με φάνε όλοι!, μόνο κανένα Σύλλογο Προστασίας Ανυπεράσπιστου Παιδιού δεν ιδρύσανε να στείλει αυτεπάγγελτα εισαγγελικό λειτουργό να μου πάρει το παιδί, γιατί λέει θα του δημιουργήσω ψυχικά τραύματα αν στο σχολείο το φωνάζουν Ερωτόκριτο!)….
Κι έρχεται ξαφνικά το μαγικό βράδυ… Μαγικό, με όλη τη σημασία της λέξης.. Κι αισθάνεσαι εσύ ο περήφανος μπαμπάς ο Πήτερ Παν της Χαριλάου… που πετάς με τα μικροσκοπικά φτερά σου πάνω από το δωμάτιο του παιδιού με μισάνοιχτη πόρτα, και το βλέπεις που κοιμάται σαν αγγελούδι, και νομίζεις πως σου κρυφο-χαμογελά στον ύπνο του, και βάζεις ένα ποτηράκι ρακή (να ‘ναι καλά ο συμπέθερος από το Ρέθυμνο, δεν την τσιγκουνεύτηκε, από τα Χριστούγεννα κι ακόμα έχει μείνει, και δεν το πάω και λάου λάου, με βοηθάει να χορέψουν οι σκέψεις μου στο ρυθμό της καρδιάς μου συχνά), και ανοίγεις τον υπολογιστή και νομίζεις πως μόλις ξημέρωσε η πιο ήσυχη ανοιξιάτικη μέρα… το φως της οθόνης είναι το φεγγαράκι σου κι αυτή τη νύχτα, ένα φεγγαράκι λαμπρό που τον τελευταίο χρόνο τουλάχιστον σου μαθαίνει να περπατάς σε αδιάβατα μονοπάτια μέσα σου, και να μαθαίνεις τα γράμματα της ψυχής σου, τα γράμματα αυτά είναι τα καλύτερα σπουδάματα.. είναι του Θεού τα πράγματα… γιατί ο δικός σου Θεός, ο μέσα σου Θεός, σου ψιθυρίζει, «ζω για σένα», «είμαι εδώ».
Κι έτσι, κάθε νύχτα που περνάει, σκοτάδι γίνομαι.. και παραδίνομαι στο ρυθμό μου.. που καίει ακόμα.. και ξέρω πως αυτό είναι κλεμμένο από τραγούδι της Αρβανιτάκη, αλλά εσείς δεν ξέρετε, πως εγώ το εννοώ…
Τα ήσυχα βράδια, λοιπόν, περνάει φωτισμένο της ζωής μου το τρένο, που θα ‘σαι μέσα κι εσύ… Ναι, με φάγατε, κι αυτό είναι κλεμμένο… από τραγούδι της Αρλέττας.. αλλά δεν φταίω εγώ αν βιάστηκαν να τραγουδήσουν τον επίλογο που ήθελα να γράψω γι’ αυτό το κείμενο.
Δεν έχω άλλο επίλογο που να μην είναι κλεμμένος από τραγούδι. Ψέματα. Έχω. «Της καληνύχτας τα φιλιά»! 

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Τετάρτη 7 Μαΐου 2014

Αν…

7 Μαίου 2014  


 Αν…το καλοσκεφτείς όλη μας η ζωή είναι ένας μεγάλος ατελείωτος λαβύρινθος. «Θυμάμαι» όταν ήμουν ακόμα σπερματοζωάριο είχα ένα πολύ μεγάλο δίλημμα να λύσω και έπρεπε να πάρω την απόφαση ταχύτατα για να μην με προλάβουν τα άλλα σπερματοζωάρια που δεν φημίζονται για την άμιλλα που τα διακατέχει… Έπρεπε να αποφασίσω σε κλάσματα του δευτερολέπτου αν ήταν καλύτερα να διαλέξω το μονοπάτι από την αριστερή ή από την δεξιά σάλπιγγα ώστε να πετύχω την κρυψώνα του ωαρίου και μάλιστα έπρεπε να φτάσω πρώτος… Με το χαρακτήρα που έχω υποψιάζομαι πως επέλεξα την αριστερή. Κι όλα μου πήγαν δεξιά από ό,τι φαίνεται…
Αν είχα επιλέξει τη λάθος διαδρομή, σήμερα δεν θα ήμουν εδώ… Οπότε, με την μέθοδο της συνεπαγωγής, ούτε εσύ μικρέ μου θα ήσουν εδώ πιθανότατα… τουλάχιστον όχι κάτω από αυτό το γενεαλογικό δέντρο, θα ήσουν άλλο φρούτο…
Αν το ωάριο δεν με περίμενε εκεί? Τότε σίγουρα θα με περίμενε το ΖΟΝΓΚ πίσω από καμία κουρτίνα με βλέμμα ειρωνικό και ύφος «σε τσάκωσα» και «έχετε γεια βρυσούλες» πριν ακόμα δαγκώσω το μήλο της Εύας… Μάταιος κόπος θα ήταν αν .. ήταν άδειο το μονοπάτι. «Για ένα μονοπάτι αδειανό».  Και ίσως θα ήταν ο μόνος μάταιος κόπος για ένα λάθος δρόμο…
Άπειρα «αν» συνδέονται με εκείνη την περίοδο… Αν είχα γεννηθεί σε άλλη χώρα, αν είχα γεννηθεί από άλλους γονείς, αν δεν είχα αδέρφια, αν ήμουν κορίτσι, αν είχα καρούλια θα ήμουν τρόλευ…
Αργότερα, γειτονιά, σχολείο, πανελλήνιες, Πανεπιστήμιο, στρατός. Πόσα «αν» μου τρώγανε τον εγκέφαλο. Αν ήμουν σε άλλη πόλη, αν ήμουν σε άλλη γειτονιά στην ίδια πόλη, αν είχα άλλους καθηγητές, αν είχα επιλέξει άλλη σχολή στο Πανεπιστήμιο, αν.. δεν πήγαινα στρατό… Ειδικά στο στρατό, τα δικά μου «αν» έφτασαν πολύ πίσω… τόσο πίσω, που πολλές φορές ξανασκέφτηκα αν.. είχα κάνει σωστά ως σπερματοζωάριο κι επέλεξα τη σάλπιγγα με το ωάριο και τώρα κατέληξα 23 χρόνια μετά να ξυπνάω 3 φορές μέσα στη νύχτα ως Δεκανέας Αλλαγής για να αλλάζω τους φρουρούς και να κάνω νυχτερινές βόλτες σε στρατόπεδα και σκοπιές με φίδια και ποντίκια, να βρωμάω από τις (Χ+6) μέρες απλυσιάς, να έχουμε τραυματίες σε σοβαρή κατάσταση σε άσκηση με άρματα και το δικό μου εγκεφαλικό πολυβόλο να μου ρίχνει κατά ριπάς τόσα και τόσα «αν».
Αν δεν είχα πάει στρατό, σίγουρα σήμερα θα ήμουν άλλος.
Και μέσα σε όλα τα προηγούμενα αρχίζουν να εμφανίζονται οι «σοβαρές» σχέσεις στη ζωή μου. Όλες βασισμένες σε ένα τυχαίο (στην καλύτερη περίπτωση) περιστατικό και εμπλουτισμένες με τόσα και τόσα «αν» που άμα τα σκεφτείς αναλυτικά στο τέλος θα τρελαθείς…
Ο λαβύρινθος που άνοιξε την πρώτη μικρή του πορτούλα προσφέροντάς μου δύο επιλογές να ακολουθήσω, δεξιά ή αριστερή σάλπιγγα, ξαναβρισκόταν συνέχεια μπροστά μου σχεδόν με την ίδια και απαράμιλλη τακτική. Δεν υπήρχαν συνήθως περισσότερες επιλογές από δύο. Οι άλλες ίσως είχαν απορριφθεί εύκολα νωρίτερα. Κατέληγα πάντα με δύο επιλογές. Και αναγκαστικά, η ζωή σε φέρνει, να ακολουθήσεις μόνο τη μία. Και το άλλο το «αν» ίσως σε κατατρέχει για πάντα.
Τί θα είχε γίνει αν δεν είχα παντρευτεί τότε? Αν είχα παντρευτεί άλλη? Αν η ζωή δεν με έστελνε με μία βαλίτσα σε τόσα μέρη? Αν τελικά επέλεγα να μην πάω? Υπάρχει όμως ένα «αν» που ποτέ μα ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου… «Αν» δεν είχα παιδί? Όχι αγόρι μου, εσύ ήσουν πλάνο πολύ καλά οργανωμένο, το παιδί μου με συντρόφευε πάντα… Σε όλα αυτά τα «αν» υπήρχε μέσα μου ένας σκοπός, εσύ..
Σχεδόν από τότε που συνάντησα το ωάριο, αφού ακολούθησα το σωστό μονοπάτι, τη σωστή σάλπιγγα, τότε ήχησαν μέσα μου οι σάλπιγγες όλου του κόσμου πως πρέπει να βρω τον τρόπο να μυήσω και τα δικά μου σπερματοζωάρια στο να βρίσκουν το δρόμο. Αν όμως εσύ δεν ήθελες να γεννηθείς? Η αλήθεια είναι πως έχω και μία μικρή κλίση στο να πιστεύω πως κατά βάθος διαλέγουμε τους γονείς από τους οποίους θα γεννηθούμε… Αγόρι μου πάντως πραγματικά, αν όντως διάλεξες να γεννηθείς από εμάς, τι να σου πω βρε παιδί μου… Χαρά στο κουράγιο σου, φτου σκόρδα, ο Θεός να σε φυλάει… γιατί μπορεί η ζωή να μην έχει πρόβες, να έχει κατευθείαν πρεμιέρα, αλλά από ότι φαίνεται κι εμείς οι γονείς σου μόνο κάτι Δευτερότριτα παίζουμε και τα εισιτήρια της παράστασης σε λίγο νομίζω θα τα πουλάνε και στη λαϊκή της γειτονιάς… Εσένα μπορεί να σε βασανίζουν πολλά «αν» που δεν επέλεξες εσύ, αλλά άλλοι για σένα, εμείς… και ξέρω πως αυτά τα «αν» πονάνε περισσότερο από αυτά που έχεις επιλέξει εσύ, κι ας ήταν λάθος οι επιλογές.. Έτσι κι αλλιώς είναι φήμες πως υπάρχουν ακριβώς σωστές και λάθος επιλογές… Υπάρχει μόνο δράση και μη δράση.
Θα έχουμε πολλά «αν» να συζητήσουμε και να γελάμε ή να κλαίμε… αλλά καλύτερα αυτό να το κρατήσουμε για τότε που θα φτάσεις εσύ κοντά στα 18 και εγώ κοντά στα 52.
Αν φτάσω…    

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Δεκατρία

5 Μαίου 2014  


 -          Γιατί κάθε ελπίδα είναι ένα αγκάθι στην καρδιά που ματώνει ένα ένα όλα τα πληγωμένα όνειρα?
-          Μη φοβάσαι… Η ελπίδα είναι συναίσθημα και ο συνδυασμός ελπίδας και ονείρου οδηγεί στην παραίσθηση και την πλάνη. Τα όνειρά σου δε θα ματώσουν. Ιδέα σου είναι. Τα πληγωμένα σου όνειρα θα ξεθωριάσουν όταν ξυπνήσεις. Στους εφιάλτες σου χάνεται συνήθως η φωνή σου. Νιώθεις να χάνεται και στη ζωή σου?
-          Είμαι αιθεροβάμων δημιουργός της στιγμής… που υπομένω κι επιμένω…
-          Κυνηγάς τις στιγμές που είναι ό,τι πιο όμορφο. Νιώθεις όμως ότι σε ικανοποιούν? Η ολοκλήρωση της τελειότητας έρχεται με τη μεταμόρφωση των στιγμών σε αιωνιότητα.
-          Γιατί δεν είσαι δίπλα μου να τα λέμε? Πού είναι η Ιθάκη?
-          Η Ιθάκη είναι για τον καθένα η πατρίδα του. Ο τόπος που κρύβει την τελευταία του ελπίδα. Την έχεις βρεις τη δική σου Ιθάκη? Κι εγώ θα ήθελα να τα λέμε…
-          Μάλλον η Ιθάκη αυτή τη στιγμή ταξιδεύει στο πληκτρολόγιό μου. Καταθέτω τον ενθουσιασμό μου για τη γνωριμία.
-          Πάντως μην ενθουσιάζεσαι εύκολα. Καταστρέφει την έλξη. Εγώ απλά θα πω ότι ίσως κάπου σε ξέρω. Ίσως σε έχω δει στις σκιές των ονείρων μου…


«Ανάμεσα στα όνειρα σπαράζει η ζωή μας… Ανάμεσα στα κύματα παφλάζει η καρδιά μας.. Θέλω να σε δω… Δεν με ενδιαφέρει πια η ματαιότητα των πραγμάτων…»

………………………………………………………………………………………….

«Μπορεί να χαλάσουν όλα. Το ξέρω. Μπορεί όμως και να το ζήσουμε. Και το ρίσκο αξίζει. Όσο αξίζει η ζωή»

………………………………………………………………………………………......

«Και τι έχει ο ήλιος που δεν έχω να σου δώσω? Αυτός τη νύχτα σβήνει, εγώ μένω ανοιχτός. Ακόμα μια νύχτα αρμενίζω στο καράβι των ονείρων σου, πλάι σου»

………………………………………………………………………………………….

«Αλλού καθένας μας, χωριστά και μαζί. Κρατάω το χέρι σου. Με κρατάει. Σε μικρούς στίχους μεγάλα πράγματα κρύβονται. Ανείπωτα. Ξέρεις εσύ…»

…………………………………………………………………………………………


«Εσύ είσαι αιθεροβάμων. Το είχες πει. Εγώ θα περιμένω να ζήσω την αλήθεια. Θα περιμένω ένα μήνα. Μετά θα προσπαθήσω να αγγίξω το όνειρο. Περίμενέ με, αν θέλεις»

………………………………………………………………………………………….

«Θα βάλω τα δυνατά μου για να έχει η σχέση μας τη λάμψη του πυροτεχνήματος, την ένταση της καταιγίδας και τη διάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξης…»

…………………………………………………………………………………………..

«Σε σκέφτομαι συνέχεια και δεν μπορώ καν να φανταστώ την εικόνα σου. Θα ‘θελα να γυρίσω σπίτι και να με περιμένεις εκεί. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω γιατί αλλά σε θέλω κοντά μου….»

…………………………………………………………………………………………..

«Έφτιαξα στην άμμο μια ανθρώπινη μορφή, απλή, όμορφη, αλλά χωρίς πρόσωπο… Ακούμπησα το χέρι μου στο μέρος της καρδιάς και μεταφέρθηκα μέσα σου… Νιώθεις τους χτύπους μου?»

………………………………………………………………………………………….

…αυτό που μου περνάει συνέχεια από το μυαλό είναι αν όλο αυτό είναι πραγματικά αληθινό ή μόνο ένα όνειρο.. Μου αρέσει τρομερά που αναλαμβάνουμε το ρίσκο να συναντηθούμε επιτέλους με αυτόν τον τόσο περίεργο τρόπο.. Είμαστε τελικά ελεύθεροι.. όπως ο ήλιος όταν ανατέλλει.. είμαι ελεύθερος.. όπως η θάλασσα… ελεύθερος, όπως το πουλί που δραπέτευσε από το κλουβί του και μπορεί επιτέλους να πετάξει.. το μόνο που εύχομαι είναι να είναι αμοιβαίο.. το μόνο σίγουρο είναι πως θα πλησιάσουμε ο ένας τον άλλον με αυτό το συνένοχο χαμόγελο που οι μαγικοί άνθρωποι υποδέχονται το ανεξήγητο…

…………………………………………………………………………………………..

«θα ΄θελα να σου πω πως κάθε μέρα γεμίζω με περισσότερη ευτυχία… αλλά δεν μπορώ.. αν το έκανα αυτό, θα σύγκρινα την κατάσταση της ευτυχίας μου με κάποια άλλη… και δεν της αξίζει αυτή η σύγκριση.. Αν την κάνω, η ευτυχία μου θα χάσει από την αξία της.. Μην μ’ αφήσεις ποτέ…»

………………………………………………………………………………………….

«Ήθελα πολύ να σου γράψω κάτι και να το πάρεις μαζί σου.. το σκεφτόμουν πολύ.. έπιανα το στυλό και το άφηνα.. στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα σου, η φωνή σου, οι στιγμές μας. Αυτές που καταφέραμε να κάνουμε παρελθόν. Το παρελθόν μας. Όλα φαίνονται τόσο μακρινά, πολύ μακρινά.. κι ήταν χτες.. σχεδόν πριν λίγο..  Κι όλα ξεκίνησαν τόσο απλά, τόσο «μυστικά και ήσυχα», με τον ήρεμο τόνο της φωνής σου.. κι έπειτα με το πιο γλυκό βλέμμα που είδα ποτέ.. αυτό θα μου επιτρέψεις να το κρατήσω. Μέσα μου. Για πάντα. Για μένα ό,τι πιο πολύτιμο. Κάτι σαν έξοδος από το χρόνο, σαν κατάργηση της σκέψης και της μνήμης.. σαν επαλήθευση του ονείρου. Ό,τι πιο πολύτιμο. Η ένωσή μας. Της σιωπής και της φωνής. Της ζωής και της ποίησης…»